- ξεκλέβω
- çalmak (zaman)
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ξεκλέβω — ξεκλέβω, ξέκλεψα βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεκλέβω — μτφ. εξοικονομώ («θα ξεκλέψω καμιά ώρα να πεταχτώ να σε δω») … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek